Η  εκτεταμένη  αξιοποίηση  των  Ανανεώσιμων    Πηγών  Ενέργειας  (ΑΠΕ)  αποτελεί  βασικό συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ενεργειακής και κλιματικής πολιτικής στην πορεία προς την κλιματική ουδετερότητα. Ωστόσο, όσο αυξάνεται το μερίδιο των ΑΠΕ και δεδομένου του στοχαστικού  χαρακτήρα  των  πιο  ώριμων  τεχνολογιών  αξιοποίησης  της  αιολικής  και  της ηλιακής ενέργειας, αυξάνεται και η ανάγκη για αποθήκευση, ώστε να υπάρχει εξισορρόπηση μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ.  Για τον λόγο αυτό οι τεχνολογίες αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας έχουν αποκτήσει κεντρική θέση τόσο στο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα με ορίζοντα το 2030 όσο και στη Μακροχρόνια Στρατηγική της Ελλάδας για το 2050. Τα βασικά χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των κυριότερων τεχνολογιών αποθήκευσης ενέργειας. Έμφαση δίνεται στις δύο  κυρίαρχες  σήμερα  τεχνολογίες  αποθήκευσης, της  αντλησιοταμίευσης  και  των συσσωρευτών (μπαταριών) αλλά και των τεχνολογιών υδρογόνου, οι οποίες αναμένεται να αποκτήσουν μεγαλύτερo μερίδιo στο μέλλον.

Η αντλησιοταμίευση αποτελεί σήμερα την -με διαφορά-κυρίαρχη τεχνολογία αποθήκευσης παγκοσμίως. Τα  κυριότερα πλεονεκτήματάτης  είναι τεχνολογική  ωριμότητα,  η  ταχεία απόκρισηστις  μεταβολές  του  φορτίου και  οι  συγκριτικά  υψηλοί  βαθμοί  απόδοσης  που φτάνουν ως και το 80%. Ωστόσο, είναι δύσκολη και χρονοβόρος η εύρεση και η κατασκευή των δύο  ταμιευτήρων  που  απαιτούνται  σε  συστήματα  αντλησιοταμίευσης,  ενώ  παράλληλα συνοδεύεται από σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως παρεμβάσεις σε ενδιαιτήματα ειδών –ειδικά υδάτινων οικοσυστημάτων, η αποψίλωση δασών και η αφαίρεση μεγάλης ποσότητας βλάστησης πριν την πλήρωση των ταμιευτήρων.

Τα συστήματα αποθήκευσης με μπαταρίες έχουν ταχύτατες αποκρίσεις της τάξης των μερικών δεκάδων δευτερολέπτων και σημαντικά μεγαλύτερους βαθμούς απόδοσης από τις τεχνολογίες αντλησιοταμίευσης  που  φτάνουν  έως  και  το  96% στην  περίπτωση  ορισμένων  νεότερων μπαταριών ιόντων λιθίου. Οι μπαταρίες είναι σε θέση να προσφέρουν πληθώρα ενεργειακών υπηρεσιών, όπως η δυνατότητα επανεκκίνησης από ολική διακοπή (black-startcapability), η εξομάλυνση  αιχμών  (peakshaving), η  ρύθμιση  συχνότητας (frequencyregulation), η αποθήκευση ενέργειας σε ώρες χαμηλής  ζήτησης και η απόδοση της σε ώρες υψηλής ζήτησης (loadleveling),και η γρήγορη προσαρμογή της παροχής ενέργειας ανάλογα με τις αυξομειώσεις της ζήτησης. Η πρόοδος των σχετικών τεχνολογιών και η αυξημένη ζήτηση έχουν οδηγήσει σε εντυπωσιακή  μείωση  του  κόστους  τους  της  τάξης  του  87%  τη  δεκαετία  2010-2019  με προοπτικές περαιτέρω μείωσης στα 61 /KWhως το 2030. Ένα άλλο σημαντικό συγκριτικό τους πλεονέκτημαείναι οι μικροί χρόνοι κατασκευής.

Ωστόσο μειονεκτήματα των μπαταριών αποτελούν ο μικρός χρόνος ζωής τους συγκριτικά με άλλες  τεχνολογίες  αποθήκευσης, η  πεπερασμένη  διαθεσιμότητα  πρώτων  υλών  για  την κατασκευή  ορισμένων  τύπων  μπαταριών, όπως  του  λιθίου, αλλά  και  οι  περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απόρριψής τους μετά το πέρας του κύκλου ζωής τους, οι οποίες καθιστούν αναγκαία την ανάπτυξη συστημάτων για την ανακύκλωση και επανάχρησή τους. Επίσης οι μπαταρίες ιόντων λιθίου είναι γενικά ευαίσθητες και φθείρονται συγκριτικά πιο εύκολα κατά τη χρήση, ενώ αντιμετωπίζουν και προβλήματα ασφάλειας.

Τέλος,  παρά  τις  μεγάλες  προοπτικές  που  έχει  το  πράσινο  υδρογόνο  να  συμβάλλει  στην απανθρακοποίηση πολλών τομέων της οικονομίας, σήμερα μόλις το 1% του παραγόμενου υδρογόνου  προέρχεται  από  ΑΠΕ,  κυρίως  λόγω  του  υψηλού  κόστους  παραγωγής  του.   H παραγωγή της υπόλοιπης ποσότητας βασίζεται σε ορυκτό αέριο και λιθάνθρακα ή λιγνίτη και επομένως συνοδεύεται από σημαντικές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, η χρήση του  υδρογόνου  στις  μεταφορές,  τα  κτίρια  και  την  ηλεκτροπαραγωγή  είναι  εξαιρετικά περιορισμένη σήμερα. Ο κύριος χρήστης υδρογόνου είναι η βιομηχανία (διυλιστήρια, παραγωγή θερμότητας  υψηλής  θερμοκρασίας,  παραγωγή  αμμωνίας  &  μεθανόλης  και  διεργασία παραγωγής χάλυβα), χωρίς ωστόσο να μειώνεται σημαντικά το ανθρακικό αποτύπωμα των διεργασιών αυτών, καθώς το χρησιμοποιούμενο υδρογόνο παράγεται από ορυκτά καύσιμα. Για  να  αποκτήσει  το  υδρογόνο  τον  καθοριστικό  ρόλο  που  του  προσδίδεται  στην απανθρακοποίηση  της  ευρωπαϊκής  οικονομίας  απαιτούνται μακροπρόθεσμες  πολιτικές  οι οποίες θα τονώσουν τη ζήτηση σε πολλαπλές εφαρμογές ταυτόχρονα, ενώ παράλληλα θα στηρίξουν την έρευνα & ανάπτυξη (R&D) έτσι ώστε η παραγωγή «πράσινου» υδρογόνου να καταστεί οικονομικά ανταγωνιστική.